Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἀπὸ τῶν λείων

См. также в других словарях:

  • φωτογραφία — Φυσικοχημική μέθοδος με την οποία αποτυπώνονται μόνιμα οι εικόνες πραγματικών αντικειμένων, καθώς αυτές σχηματίζονται ως είδωλα σε ένα σκοτεινό θάλαμο. Οι εικόνες που λαμβάνονται μπορεί να είναι ασπρόμαυρες ή έγχρωμες. Σχηματικά μπορούμε να… …   Dictionary of Greek

  • συμπαθητικό σύστημα — (Ανατ.). Μέρος του φυτικού νευρικού συστήματος, που μαζί με το παρασυμπαθητικό νευρικό σύστημα, ρυθμίζει τη λειτουργία των εσωτερικών οργάνων και την ανταλλαγή της ύλης του οργανισμού. Οι ανατομικοί σχηματισμοί που αποτελούν το σ.σ. βρίσκονται… …   Dictionary of Greek

  • σπαστικός — (Ιατρ.). Το άτομο που παρουσιάζει αθέλητη, έντονη και διαρκή συστολή διάφορων μυών, τόσο των γραμμωτών, όσο και των λείων. Οι σπαστικές αυτές συστολές συνοδεύονται συνήθως από πόνους. Ο σπασμός των μυών των αρτηριακών αγγείων των διαφόρων οργάνων …   Dictionary of Greek

  • Οικονόμου, Αντώνιος — (; – 1821). Υδραίος πλοίαρχος και πρωτεργάτης της Επανάστασης στο νησί του. Λίγο πριν από την έναρξη της Επανάστασης, το μικρό ιστιοφόρο του ναυάγησε έξω από το Γιβραλτάρ και αναγκάστηκε να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να βρει πιστωτές και να… …   Dictionary of Greek

  • Σαρίπολος — Επώνυμο δύο Ελλήνων νομικών. 1. Νικόλαος. (Λάρνακα, Κύπρος 1817 Αθήνα 1887). Παρακολούθησε τα εγκύκλια μαθήματα στην Τεργέστη, όπου είχε καταφύγει η οικογένεια του διωκόμενη από τους Τούρκους κατά την Επανάσταση του 21, και κατόπιν σπούδασε στο… …   Dictionary of Greek

  • μαγνήσιο — Δισθενές χημικό στοιχείο με σύμβολο Mg· ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών γαιών, έχει ατομικό αριθμό 12, ατομική μάζα 24,312, τρία σταθερά ισότοπα με μαζικό αριθμό 24, 25, 26 και δύο… …   Dictionary of Greek

  • Ινιάρο, Λούις — (Louis Ignarro, Νέα Υόρκη 1941 –). Αμερικανός φαρμακολόγος, ιταλικής καταγωγής. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης και έκανε τη διδακτορική του διατριβή στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα, στη Μινεάπολη των ΗΠΑ. Mαζί με διακεκριμένους …   Dictionary of Greek

  • ισταμίνη — Βιολογικά ενεργή αμίνη, που αποτελεί προϊόν αποκαρβοξυλίωσης του αμινοξέος ιστιδίνη. Είναι ευρέως διαδεδομένη στη φύση όπου συναντάται σε ιστούς ζώων και φυτών. Στον άνθρωπο απελευθερώνεται από τα τραυματισμένα κύτταρα μαζί με άλλες ουσίες,… …   Dictionary of Greek

  • Ντάντολο, Ερίκο — (Enrico Dandolo, 19ος αι.). Αυστριακός ναύαρχος. Tο 1826 βρισκόταν επικεφαλής αυστριακού στόλου στον Αιγαίο για την καταδίωξη της πειρατείας. Ο Ν. επωφελήθηκε για να καταδιώξει και τους Έλληνες, εναντίον των οποίων έτρεφε μεγάλο μίσος. Απαίτησε… …   Dictionary of Greek

  • παπαβερίνη — Αλκαλοειδής ουσία που περιέχεται στο όπιο· σε εξαιρετικά μικρές ποσότητες δεν έχει επίδραση στο κεντρικό νευρικό σύστημα, όπως τα οπιοειδή της ομάδας της μορφίνης. Διαθέτει έντονη σπασμολυτική δραστηριότητα και ενδείκνυται για τους σπασμούς του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»